πελαγονικός

πελαγονικός
-ή, -ό [Πελαγών / Πελαγονία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελαγόνες ή στην Πελαγονία, περιοχή τής Μακεδονίας στον άνω Αξιό
2. φρ. «πελαγονική ζώνη» — ονομασία που είχε δοθεί παλαιότερα στην ενδιάμεση από τις τρεις τεκτονομεταμορφικές ζώνες τών λεγόμενων ελληνίδων οροσειρών, η οποία αρχίζει από την περιοχή τών Σκοπίων τής Γιουγκοσλαβίας, φθάνει ώς τη βόρεια Εύβοια και καταλήγει στη Μικρά Ασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποπελαγονικός — ή, ό, Ν φρ. «υποπελαγονική ζώνη» γεωλ. παλαιότερη ονομασία τής πρώτης και εξώτατης ζώνης από τις τρεις τεκτονο μεταμορφικές ζώνες τών Ελληνίδων Οροσειρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πελαγονικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”